- συριστική
- σῡριστική (sc. τέχνη), ἡ,A the art of piping, Sch.D.T.p.111 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συριστική — ἡ, Α [συρίζω (Ι)] (ενν. τέχνη) η τέχνη τού να παίζει κανείς τη σύριγγα … Dictionary of Greek
τυτώ — Νυχτόβιο αρπακτικό πουλί (tyto alba) της οικογένειας των τυτονιδών, της τάξης των γλαυκόμορφων. Λέγεται και στριξ. Έχει συνολικό μήκος περίπου 35 εκατοστά, με άνοιγμα στις φτερούγες σχεδόν 1 μ. H τ. είναι αρκετά διαδεδομένη με μερικά υποείδη, σε… … Dictionary of Greek